- λεωφορειούχος
- οο ιδιοκτήτης του λεωφορείου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
λεωφορειούχος — ο [λεωφορείο] ο ιδιοκτήτης λεωφορείου … Dictionary of Greek